παπύρων

παπύρων
παπύ̱ρων , πάπυρος
papyrus
masc/fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παπυρών — και παπυρεών, ῶνος, ό, Α τόπος κατάφυτος από το φυτό πάπυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάπυρος + κατάλ. (ε)ών (πρβλ. ελαι ών)] …   Dictionary of Greek

  • παπυρῶνα — παπυρών papyrus bed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… …   Dictionary of Greek

  • HYPSURANIUS — Tyri conditor, iuxta Sanchuniathonem, apud Euseb. Praep. Euang. l. 1. ubi eum tradit οἰκῆσαι Τύρον, καλύβας τε ἐπινοῆσαι ἀπὸ καλάμων καὶ θρύων καὶ παπύρων, habitasse Tyri, et fabricasse casas ex calamis, iuncis et papyris. A quo Sacerdotes Tyrii… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διπλωματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διπλωματία ή στους διπλωμάτες («διπλωματικές σχέσεις», «διπλωματική ασυλία», «διπλωματικό σώμα») 2. αυτός που ενεργεί με πονηριά ή επιδεξιότητα, πανούργος, ανειλικρινής 3. φρ. «διπλωματική έκδοση (παπύρων …   Dictionary of Greek

  • καλλιγράφος — ο, η (AM καλλιγράφος, ὁ, ἡ Α θηλ. και καλλιγράφισσα) νεοελλ. ειδικός στην καλλιγραφία ή δάσκαλος τής καλλιγραφίας νεοελλ. μσν. αυτός που έχει ωραίο γραφικό χαρακτήρα, που γράφει πολύ ωραία μσν. αρχ. ικανός, επιδέξιος αντιγραφέας παπύρων και… …   Dictionary of Greek

  • κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… …   Dictionary of Greek

  • ολοφάκελον — ὁλοφάκελον, τὸ (Α) (για στελέχη παπύρων) πλήρης δέσμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φάκελος «δέσμη, δεσμίδα»] …   Dictionary of Greek

  • παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …   Dictionary of Greek

  • παπυρεών — ῶνος, ό, Α βλ. παπυρών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”